Πάρθεν Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια, για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους, πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά. Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης «Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη». Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν, «ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης», ακούσθηκε κι είπε να πάψουν πια «πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια» πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη. Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη. Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απέ την Πόλην έρται» με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν». Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν «Χέρας υιός Γιαννίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί, και το διαβάζει κι ολοφύρεται. «Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν. Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Ρωμανία πάρθεν.» Στο πιο πάνω ποίημα ο Κωνσταντίνος Καβάφης, που φέτος είχαμε τα εννενηντάχρονα από τον θάνατό του, ξετυλίγει όλες τις ιστορικές γνώσεις, αλλά και την οπτική ενός Έλληνα που ζει εκτός του Ελληνικού κέντρου. Ο Καβάφης συνδυάζει αριστοτεχνικά σε αυτό το ποίημα, που όπως γράφει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος ότι «το παρθέν γενετικά δεν ανήκει πουθενά», δύο μεγάλες καταστροφές του Ελληνισμού που μνημονεύουμε με απόσταση μόνο δέκα ημερών. Την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, που ημέρα μνήμης είναι η 19η Μαΐου και η Άλωση της Πόλης που αποτελεί το τέλος της Ελληνικής Αυτοκρατορίας την 29η Μάϊου. Το κέντρο της Παράδοσης του Ελληνισμού για τον Καβάφη είναι ο Αυτοκρατορικός Ελληνισμός που ξεκινά με τον Μέγα Αλέξανδρο και τελειώνει με την Άλωση. Ο ίδιος ο ποιητής σημειώνει: «είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια…». Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι απλά Ελληνική και όχι μόνο πολιτιστικά και αυτό το επίθετο «Ελληνικός» που χρησιμοποιεί ο ποιητής μας το δείχνει. Είναι γνωστό ότι ο Καβάφης αποστρέφεται τον Ρομαντισμό, αλλά το γεγονός της συρρίκνωσης του Αυτοκρατορικού Ελληνισμού τον συγκλονίζει και το νοιώθει στην Αλεξάνδρεια, όπως το βλέπουμε στο ποίημά του «Επάνοδος από την Ελλάδα» και δεν είναι τυχαίο ότι το «Πάρθεν» είναι γραμμένο τον Μάρτιο του 1921, όταν η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου έχει συντελεστεί σε ένα μεγάλο μέρος και η ολοκληρωτική καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού θα ολοκληρωθεί ένα χρόνο μετά με την καταστροφή της Σμύρνης. Είναι σημαδιακό γιατί μετά την κατάληψη από τους Φράγκους της Πόλης κατά την διάρκεια της Δ΄Σταυροφορίας το 1204, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας μαζί με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου που δημιουργήθηκαν από τους Βυζαντινούς, θεωρούνται ότι όχι μόνο ενέτειναν τhν Ελληνορθοδοξία απέναντι στην παπική Δύση, αλλά υπήρξαν και τα πρώτα Ελληνικά Εθνικά κράτη. Όπως σχολιάζει για το συγκεκριμένο ποίημα ο Κωνσταντίνος Μάντης: «Ο Κωνσταντίνος Καβάφης συνθέτει το «Πάρθεν» -που ανήκει στα Κρυμμένα ποιήματά του- αντλώντας την έμπνευσή του από δημοτικά τραγούδια∙ στοιχείο που το καθιστά ξεχωριστό, αφού οι συνήθεις πηγές έμπνευσής του για ανάλογα ποιήματα ιστορικού περιεχομένου προέρχονται από ιστορικά αναγνώσματα ή άλλα κείμενα πολύ παλαιότερων περιόδων. Το ενδιαφέρον, πάντως, του Καβάφη για τα δημοτικά αυτά ποιήματα μπορεί να αιτιολογηθεί αφενός με βάση την καταγωγή του από την Κωνσταντινούπολη και, άρα, την εύλογη συγκίνηση που του προκαλούν αναφορές στην άλωση της Πόλης, κι αφετέρου λόγω της προφανούς αγάπης του ποιητή για κάθε έκφανση του ελληνικού λόγου. Η «παράξενη» ποντιακή διάλεκτος μιλά στην ψυχή του Καβάφη, που τόσο εκτιμούσε τον εκτός των ελληνικών συνόρων ελληνισμό». «Ο Καβάφης σχολιάζει πως, αν και τον συγκίνησαν όλα τα σχετικά με την Άλωση τραγούδια, εκείνο που τον άγγιξε περισσότερο ήταν αυτό που προέρχεται από την Τραπεζούντα, με την «παράξενη» γλώσσα του, που εκφράζει τη λύπη των Γραικών από τα μακρινά μέρη του Εύξεινου Πόντου. Ο Καβάφης αναγνωρίζει στο ποντιακό άσμα τόσο τη θλίψη των εκεί Ελλήνων για το χαμό της Πόλης, όσο και την κρυφή ελπίδα τους πως ίσως υπάρχει ακόμη η δυνατότητα να αντιστραφεί η κατάσταση και οι Έλληνες να σωθούν απ’ την φονική επέλαση των Οθωμανών. Ο Καβάφης, που μελετά και θαυμάζει τις ποικίλες εκφάνσεις του ελληνικού λόγου σε όλη του τη μακραίωνη ιστορική πορεία, δεν μπορεί παρά να εκτιμήσει και να θαυμάσει την ηχητική και λεκτική ποιότητα της ποντιακής διαλέκτου. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, αφού στα άσματα του ποντιακού λαού εκφράζεται με τρόπο απερίφραστο η αναγνώριση της κοινής ελληνικής ταυτότητας και ο πόνος για την απώλεια των μεγάλων κέντρων του ελληνισμού. Οι Έλληνες του Πόντου θρηνούν για την άλωση της Πόλης με την ίδια οδύνη που αισθάνονται κι οι Έλληνες του κυρίως ελληνικού χώρου∙ κάτι που φανερώνει πως η ελληνική συνείδηση και η αγάπη για τον ελληνισμό δεν καθορίζεται με τοπικούς προσδιορισμούς». Το δημοτικό ποίημα του Πόντου στο οποίο αναφέρεται ο Καβάφης είναι το πιο κάτω: |
[Πάρθεν η Ρωμανία]
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην·
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν και σου Ηλί’ τον κάστρον.
Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμαν βουτεμένον,
εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον.
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης·
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’, σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
«Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!»
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται.
– Μη κλαις, μη κλαις, Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι.
– Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.
– Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
Πιο κάτω μερικές επεξηγήσεις της ποντιακής διαλέκτου.
κονεύω: σταθμεύω για ανάπαυση ή για ύπνο.
σου: στου.
Ηλί’ τον κάστρον: το κάστρο του Ήλιου.
εσείξεν: έσεισε, τίναξε.
σο: στο.
Ατό: αυτό.
κι: δεν.
Σίτ’: ενώ, καθώς.
κρούω: χτυπώ, δέρνω.
δερνοκοπισκάσαι: δέρνεσαι και χτυπιέσαι.
Ο Ελληνισμός ακόμη και στην εποχή μας γίνεται Ελλαδισμός όχι μόνο στην νοοτροπία, αλλά και ευρύτερα όπως το είδαμε το 1993 στην Αμπχαζία, το 1997 στην Αλβανία το 2006 στον Λίβανο, το 2011 και 2014 στην Λιβύη, όταν ξεχάσαμε τους ελληνογενείς Καλάς και φέραμε μόνο τους μεταφραστές το 2021 από το Αφγανιστάν και τέλος με την καταστροφή των Ελλήνων στα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας, στην περιοχή της Μαριούπολης στην Ουκρανία το 2022.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ποιητές σαν τον Καβάφη έχει ανάγκη ο Ελληνισμός ακόμα και σήμερα και όπως γράφει σε μια κριτική για τον εαυτό του που τελειώνει με μια αισιόδοξη παρατήρηση:
«Οι σπάνιοι ποιηταί σαν τον Καβάφη Θα καταλάβουν τότε πρωτεύουσα θέσι σ’ έναν κόσμο που θα σκέπτεται πολύ περισσότερο παρά σήμερα. Με αυτά τα δεδομένα υποστηρίζω ότι το έργο του δεν θα μείνει απλώς κλεισμένο μέσα στις βιβλιοθήκες σαν ένα ιστορικό τεκμήριο της ελληνικής λογοτεχνικής εξελίξεως».